καλούμπα
κ. καλούμα, η,
ουσ. [<καλούμα <ιταλ. caluma <ελλην. κάλυμμα], ο σπάγκος που είναι
τυλιγμένος σε ένα μικρό ξύλο, με τον οποίο πετάμε τον χαρταετό·
- αμόλα
καλούμπα! α. (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται σε περίπτωση που ζητάμε
από κάποιον να φύγει, να απομακρυνθεί, να το στρίβει: «αμόλα καλούμπα, γιατί
σκουραίνουν τα πράγματα». β. να αρχίσει να μιλάει, να πει αυτά που
ξέρει: «άντε τώρα, αμόλα καλούμπα να μάθουμε κι εμείς τι ακριβώς έγινε». γ.
να συνεχίσει να κάνει αυτό που άρχισε: «άσε τα παιχνίδια κι αμόλα καλούμπα να
τελειώνουμε!». Από τη γνωστή έκφραση των παιδιών να αφήσει περισσότερο ελεύθερο
σπάγκο αυτός που κρατάει το κουβάρι, για να πάει ο χαρταετός ψηλότερα στον
ουρανό·
- αμολάω
καλούμπα, α. (στη γλώσσα της αργκό) φεύγω, απομακρύνομαι βιαστικά
από κάπου: «μόλις είδα τους μπάτσους να ’ρχονται, αμόλησα καλούμπα». β.
αρχίζω να μιλώ, να προδίδω: «με τα πρώτα χαστούκια που έφαγε, άρχισε ν’ αμολάει
καλούμπα». (Λαϊκό τραγούδι: άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα, αμολήσανε
καλούμπα)·
- του
αφήνω μακριά καλούμπα, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται σε περίπτωση που
αφήνω κάποιον περισσότερο ελεύθερο, περισσότερο λάσκο από όσο πρέπει: «του
άφησε μακριά καλούμπα και την κοπάνησε». Από την εικόνα του χαρταετού, ο
οποίος, όσο περισσότερο λασκάρουμε το σπάγκο, τόσο περισσότερο χάνεται στο
βάθος του ουρανού».